- πολιορκία
- πολῐορκ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A siege of a city, Hdt.1.81, 190, 5.34, And.1.73, Th.2.78, etc.2 metaph., besieging, pestering, v. l. in Plu.Sull.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιορκία — πολιορκίᾱ , πολιορκία siege of a city fem nom/voc/acc dual πολιορκίᾱ , πολιορκία siege of a city fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκίᾳ — πολιορκίαι , πολιορκία siege of a city fem nom/voc pl πολιορκίᾱͅ , πολιορκία siege of a city fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκία — Σύνολο των επιχειρήσεων που γίνονται γύρω από μια οχυρή θέση, με σκοπό την άμεση κατάληψή της ή τον εξαναγκασμό της σε παράδοση. Μια π. απαιτεί τη χρήση όπλων, κατάλληλου υλικού και προπαρασκευές, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για … Dictionary of Greek
πολιορκία — η αποκλεισμός πόλης ή φρουρίου με σκοπό την κατάληψή του: Η χώρα κηρύχτηκε σε κατάσταση πολιορκίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάλτας πολιορκία — Ποίημα του Αντώνιου Aχέλη, έργο του 16ου αι. Βλ. λ. Αχέλης, Αντώνιος … Dictionary of Greek
πολιορκίας — πολιορκίᾱς , πολιορκία siege of a city fem acc pl πολιορκίᾱς , πολιορκία siege of a city fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκίαι — πολιορκία siege of a city fem nom/voc pl πολιορκίᾱͅ , πολιορκία siege of a city fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκίαν — πολιορκίᾱν , πολιορκία siege of a city fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОСАДА — • Πολιορκία. Живописное описание О. города в героическое время дает нам «Илиада». Осаждающие располагались лагерем перед городом, осажденные выходили утром за стены и сражались в поединках с переменным счастьем, а вечером снова… … Реальный словарь классических древностей
πολιορκιῶν — πολιορκία siege of a city fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκίαις — πολιορκία siege of a city fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)